πυριτοθήκη

πυριτοθήκη
η, Ν
φορητή θήκη πυρίτιδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρίτις/ -ίτιδα + θήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1824 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”